- κατορθώμασι
- κατόρθωμαsuccessneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRYTANEUM — placet hîc adscribere Etymologici magni verba, quae sunt: Τόπος ἦν παῤ Α᾿θηναίοις, εν ῳ κοιναὶ σιτήσεις τοῖς δημοσίοις ἐυεργέταις ἐδίδοντο, ὅθεν καὶ Πρυτανεῖον ἐκαλεῖτο, ὁιονεὶ πυροταμεῖον. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος: τουτέςτι τοῦ σίτου δημοσίου ταμεῖον.… … Hofmann J. Lexicon universale
συνεπιγράφω — Α [ἐπιγράφω] 1. καταγράφω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. αναγράφω κάποιον ως αίτιο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο («ὅθεν οἱ μεγάλοι καὶ δαίμονα καὶ τύχην τοῑς κατορθώμασι συνεπιγράφουσιν», Πλούτ.) 3. μέσ. συνεπιγράφομαι επιδοκιμάζω,… … Dictionary of Greek